Τζίνα Μιτάκη: Η σιωπή δεν είναι χρυσός αλλά κοπριά που αν βυθιστείς σε αυτή θα σε πνίξει

Facebook
Twitter
Email
LinkedIn
Pinterest
Print

Η σιωπή δεν είναι χρυσός αλλά κοπριά που αν βυθιστείς σε αυτή θα σε πνίξει

Θυμάμαι τις εποχές πριν πενήντα και βάλε χρόνια που παιδάκι τότε ερχόμουν με τους γονείς μου, αρκετές φορές και διάφορες εποχές του χρόνου, στην Ζάκυνθο και ειδικά στο χωριό που βρισκόταν το πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Εκείνα τα χρόνια δεν διαθέταμε ιδιωτικά μεταφορικά μέσα και βέβαια οι εικόνες μου για το νησί εκείνη την εποχή αφορούσαν το λιμάνι, το ΚΤΕΛ των λεωφορείων, την διαδρομή από το ΚΤΕΛ ως το χωριό και βέβαια μέρος του χωριού, αφού το χωριό, το Καταστάρι, ήταν και εξακολουθεί να είναι μεγάλο, ίσως το μεγαλύτερο του νησιού, χωριό. Περισσότερο ισχυρές οι μνήμες από το σπίτι φυσικά. Πολύ διαφορετικό βέβαια από το σπίτι στην Αθήνα, το σπίτι που γεννήθηκα και μεγάλωνα.

Θα είχε ίσως ενδιαφέρον μια λεπτομερής περιγραφή του σπιτιού εδώ και το πως ζούσαν μέσα σε αυτό η γιαγιά μου, ο παππούς και οι θείοι μου-αδέλφια του πατέρα μου-έτσι θα μαθαίνανε οι νεότεροι, και θα θυμόνταν οι παλιοί. Παρ όλα αυτά θα περιοριστώ σε συγκεκριμένες μνήμες-εικόνες.

Έξω από το σπίτι λοιπόν υπήρχε μια μεγάλη στέρνα στην οποία συλλεγόταν το βρόχινο νερό. Κάλυπτε αυτό το νερό τις ανάγκες του σπιτιού και των ανθρώπων του, κάποιες φορές και γειτονικών σπιτιών. Ο τσίγκινος κουβάς, ο σίγλος, δεμένος σε μια χοντρή τριχιά ανεβοκατέβαινε άπειρες φορές, μέρα και νύχτα, με καλοκαιρία ή κακοκαιρία, για να φέρει στην επιφάνεια το πολύτιμο φυσικό αγαθό, για να πιούμε, να ποτίσουμε τα ζωντανά του σπιτιού, να γίνει η λάτρα του σπιτιού, να γίνουν όλα όσα γίνονται με αυτό το διάφανο χρυσάφι.

Θυμάμαι την μάνα μου κυρίως και λίγο την γιαγιά, να κουβαλάνε μια και δυο και τρείς φορές την ημέρα το σιγλί για να γεμίσουν την πήλινη στάμνα από όπου πίναμε νερό, να γεμίσουν την τσίγκινη βρύση κάτω από την οποία πλένανε τα πιατικά αλλά και νίβαμε τα πρόσωπα μας και πλέναμε τα χέρια μας, και για να ποτίσουν τα ζώα. Την κάνανε μόνες οι γυναίκες αυτή την δουλειά μιας και οι άντρες λείπανε από το σπίτι στα χωράφια Για την μπουγάδα αλλά και για το μπάνιο μας γέμιζε και ξαναγέμιζε ένα μεγάλο καζάνι και ζεσταινόταν το νερό στη φωτιά. Τα ρούχα πλένονταν σε δυο πέτρινες γούρνες δίπλα στην στέρνα και το μπάνιο μας το … παίρναμε στην τσίγκινη επίσης σκάφη με το κατσαρόλι σε ρόλο βρύσης. Στέρνα δεν είχαμε στο σπίτι στην Αθήνα αλλά θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα πως και εκεί δεν είχαμε τρεχούμενο νερό, δεν ζούσαμε δα και στο Κολωνάκι αλλά στο Περιστέρι μια πολύ υποβαθμισμένη περιοχή εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι λοιπόν αν και πολύ μικρή, τον κυρ-Γιάννη τον νερουλά που πέρναγε από τις γειτονιές μας και φώναζε « ο νερουλάαας» και μια- μια οι γυναίκες έβγαιναν από τα σπίτια και γέμιζαν μεγάλα τσίγκινα δοχεία με νερό που το αποθήκευαν σε βαρέλια για τις ανάγκες της οικογένειας και των σπιτικών τους. Βέβαια μέχρι να πάω σχολείο αποκτήσαμε τρεχούμενο νερό και σε λίγα χρόνια ο κυρ-Γιάννης ο νερουλάς έγινε… βενζινάς αφού άνοιξε βενζινάδικο.

Ας γυρίσουμε όμως στο νησί.

Δόξα τω θεώ κατά κανόνα η στέρνα ήταν πάντα ξέχειλα έως ικανοποιητικά γεμάτη αφού οι βροχές στον τόπο τούτο ήταν και συχνές και με διάρκεια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την μάνα μου να λέει στα αδέλφια της στην Αθήνα πως έτσι και αρχίσει να βρέχει στο νησί ξεχνάει ο θεός να σταματήσει την βροχή.

Την στέρνα ενεργή την πρόλαβαν και τα παιδιά μου γεννημένα στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα και στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, όπως πρόλαβαν και την τουαλέτα «την χέστρα» εκτός σπιτιού στην σχισμή δύο βράχων με απύθμενο κενό από κάτω, αλλά και τις λάμπες αρχικά του πετρελαίου και μετά του γκαζιού.

Μετά ήρθε και στο δικό μας χωριό και σπίτι η εξέλιξη , τρεχούμενο νερό, ρεύμα και τηλέφωνο.

Πλην όμως το νερό ήταν μόνο για λάτρα και όχι για να το πίνουμε. Το πόσιμο το κουβαλούσαμε πάλι με μπιτόνια από μια κοντινή πηγή τα Λάπερδα, μετά κάποιο καλοκαίρι ήρθαμε και βρήκαμε ένα δεύτερο δίκτυο ας πούμε με βρύσες έξω στο δρόμο ανά κάποια απόσταση και αυτό το νερό ήταν για πόσιμο μας είπαν.

Ερχόμενη όλα αυτά τα χρόνια για λίγες μέρες τον χρόνο όλο αυτό δεν με ενοχλούσε αλλά το έβρισκα πως να το πω ίσως και γοητευτικό ή γραφικό; Κάπως έτσι τέλος πάντων.

Να μην τα πολυλογώ το καλοκαίρι του 2010 αποφάσισα να μετακομίσω μόνιμα στο νησί και στο πατρογονικό μου σπίτι.

Μέρα με την μέρα ανακάλυπτα δυσκολίες που δεν είχα φανταστεί πως θα αντιμετωπίσω, όπως το ότι αν δεν διαθέτεις ιδιωτικό μέσο μεταφοράς είσαι χαμένος από χέρι ας πούμε.

Σύντομα ανακάλυψα επίσης πως κάνα δυο φακούς που χρησιμοποιούσαν οι θείοι μου το βράδυ πηγαίνοντας και επιστρέφοντας από το «μαγαζί», το μπακάλικο και καφενείο της γειτονιάς, και που είχα κρατήσει ως αναμνηστικά αντικείμενα παλαιικά ήταν απολύτως χρήσιμα αφού τις περισσότερες μέρες του χρόνου, οι λάμπες που φωτίζουν το δρόμο ήταν μονίμως και εξακολουθούν συχνά-πυκνά, χαλασμένες και σβηστές και εγώ μπαλάκι του Πιγνκ -Πονγκ μεταξύ ΔΕΗ και υπηρεσιών του δήμου.

«Δεν φταίμε εμείς φταίει ο δήμος.» έλεγε η ΔΕΗ.

«Όχι καλέ δεν φταίμε εμείς φταίει η ΔΕΗ» έλεγε ο δήμος και οι κλέφτες τρίβανε τα χέρια τους για ευνόητους λόγους.

Ταυτόχρονα βίωσα το άλλο μεγάλο μαρτύριο. Οι βρύσες εκείνες στο δρόμο με το πόσιμο υποτίθεται νερό είχαν στερέψει, στα Λάπερδα οι αναλύσεις έδειχναν πως μια έκανε το νερό μια δεν έκανε για πόσιμο, ένα σεβαστό ποσό λοιπόν κάθε μήνα έπρεπε να διατίθεται σε εμφιαλωμένο νερό. Και άντε κομμάτια να γίνει ως εδώ αλλά και το νερό για τη λάτρα εκτός που σε δυο χρόνια έβγαλε και βγάζει εκτός λειτουργίας συσκευές που λειτουργούν με την χρήση νερού πχ πλυντήριο, θερμοσίφωνα κλπ λόγω της ποιότητας του, άρχισε να κόβεται κάθε λίγο και λιγάκι. Σχεδόν έντεκα χρόνια στο νησί το ίδιο σκηνικό.

Ζώντας εδώ έμαθα πως το νησί έχει νερά, δεν είναι ξερονήσι, πως υπάρχουν πηγές ιδιωτικές τις οποίες εκμεταλλεύονται ιδιώτες που πωλούν το νερό γιατί υπάρχουν περιοχές στο νησί που δεν είναι καν συνδεδεμένες στο δίκτυο ύδρευσης και καλύπτουν τις ανάγκες τους αγοράζοντας από τους ιδιώτες νερό. Έμαθα ακόμα και πως οι περιοχές που έχουν νερό δεν έχουν πάντα γιατί το δίκτυο έχει προβλήματα, συχνές βλάβες και διαρροές, συχνές βλάβες στις γεωτρήσεις και τα μηχανήματα που διανέμουν το νερό και πως όλοι είτε είναι συνδεδεμένοι στο δίκτυο ύδρευσης είτε όχι πρέπει να έχουν βυτία συλλογής νερού και πιεστικά που να οδηγούν το νερό αυτό στις βρύσες τους. Έμαθα ακόμα με τον χρόνο πως υπάρχουν οφειλέτες στην δημοτική επιχείρηση ύδρευσης όχι μόνο αξιοσέβαστων ποσών αλλά εξωφρενικά υψηλών ποσών, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα στην επιχείρηση και στην παροχή των υπηρεσιών που οφείλει να παρέχει. Γιατί οι επιχειρήσεις ύδρευσης δεν μας πουλάνε νερό, το νερό είναι φυσικό αγαθό, το οποίο δεν έχει ιδιοκτήτες, δεν πωλείται και δεν αγοράζεται( ακόμα) και έχουν και πρέπει να έχουν όλοι πρόσβαση σε αυτό. Οι επιχειρήσεις ύδρευσης αυτό που μας πουλάνε είναι παροχή υπηρεσιών και φροντίζουν ώστε με τον κατάλληλο εξοπλισμό και την συντήρηση του το νερό να φτάνει απρόσκοπτα, συνεχώς ασφαλές και κατάλληλο στους καταναλωτές.

Οι κάτοικοι όμως ετούτου του τόπου, και πληρώνουν υπηρεσίες που τελικά δεν έχουν, και υποχρεώνονται σε κόστη για:

• αγορά εμφιαλωμένου πόσιμου νερού

• αγορά και συντήρηση επιπλέον εξοπλισμού (δεξαμενές κλπ) προκειμένου να μένουν όσο λιγότερο διάστημα γίνεται χωρίς σταγόνα νερό

• αγορά νερού και κατά τις πολυήμερες διακοπές, αλλά και όταν υπάρχει νερό γιατί το νερό όταν δεν έχει κοπεί δεν αρκεί για τις ανάγκες τους.

Το χειρότερο από όλα είναι πως όλοι όσοι δια της ψήφου των κατοίκων αναλαμβάνουν να διαχειρίζονται και να λύνουν τα θέματα που αφορούν τον τόπο προσπαθούν να πείσουν πως όλο αυτό και λογικά και νόμιμο και ηθικό είναι και το ακόμα χειρότερο είναι πως οι άνθρωποι εντελώς ακατανόητα το αποδέχονται αυτό και παρά τις όποιες κατά καιρούς εκρήξεις τους τελικά συμβιβάζονται με αυτό που με τον χρόνο όλο και χειρότερο γίνεται.

Σε έναν τόπο που καμαρώνει, για τα κλέη του παρελθόντος του, για την αδιαμφισβήτητη φυσική του ομορφιά, που διεκδικεί και κατέχει περίοπτη θέση στους τουριστικούς προορισμούς, είναι αχαρακτήριστό, θλιβερό και εξοργιστικό το γεγονός πως δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει βασικές και αυτονόητες πια υποδομές όπως ύδρευση και αποχέτευση, ασφαλές οδικό δίκτυο, φωτισμό κοινόχρηστων χώρων, καθαριότητα, διαχείριση απορριμμάτων και όλα εκείνα που εξασφαλίζουν μια θέση στον πολιτισμό και την αξιοπρεπή διαβίωση και συμβίωση τόσο των μονίμων κατοίκων του όσο και των επισκεπτών του.

Τζίνα Μιτάκη – Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Συμφωνώ με τους όρους και την Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.