Ήταν Παρασκευή, 21 Μαΐου 1571. Η Ζάκυνθος είχε αρχίσει να παίρνει καλοκαιρινή μορφή και η φύσις έλαμπε από το φως του ήλιου. Τα βουνά φαινόντουσαν πιο καθαρά από ποτέ και ο ορίζοντας ήταν ανοικτός. Ξαφνικά, από το βάθος του κόλπου του Λαγανά έκαναν την εμφάνιση της η Οθωμανική αρμάδα, η οποία αποτελούνταν από 300 πλοία και 12 χιλιάδες ετοιμοπόλεμους στρατιώτες. Στο τιμόνι του Οθωμανικού στόλου βρισκόταν ο Ουλούτζ Αλή Πασάς, από την Καλαμβρία, μαζί με την συνοδεία του πασά της Τρίπολης. Την ίδια μέρα, οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν στις Στροφάδες και, μαζί με τα κειμήλια που έκλεψαν, πήραν αιχμάλωτους όλους τους κατοίκους των Στροφάδων, που αποτελούνταν από 30 μοναχούς. Οι οθωμανικές δυνάμεις ήταν πιο αφοσιωμένες από ποτέ, να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν οτιδήποτε βρισκόταν στο δρόμο τους, σαν απάντηση στην Ιερά Συμμαχία Βενετίας, Ισπανίας και Πάπα Πίου Ε’.
Ολόκληρη η Ζάκυνθος μπήκε σε ρυθμούς αμυντικής προετοιμασίας. Ο προβλεπτής Paolo Contarini, έδωσε την διαταγή να μεταβεί ο γενικό πληθυσμός της πόλης στο κάστρο, ενώ όλοι οι κατάλληλοι για μάχη πολίτες να καταταγούν στην φρουρά. Επιπλέον, διέταξε έφιππους να μαζέψουν ιερά κειμήλια και έργα τέχνης από τις διάφορες εκκλησίες και να τα μεταφέρουν μέσα στα τείχη του κάστρου. Όπως είναι φυσικό, η αναρχία και ο τρόμος κυρίευσαν την ζακυνθινή κοινωνία. Έντρομοι οι πολίτες έτρεχαν στο κάστρο, παίρνοντας μαζί τους ό,τι θεωρούσαν πολυτιμότερο από τα σπίτια τους. Η βενετική φρουρά μαζί με όλο τον αξιόμαχο πληθυσμό είχε ξεκινήσει τις ασκήσεις και, παράλληλα, βελτίωναν την οχύρωση του κάστρου. Όλοι ήταν έτοιμοι για την τελειωτική σύγκρουση, όπου η νίκη ήταν μονόδρομος για το Τζάντε.
Η απόβαση των Οθωμανών καθυστερούσε. Ο οθωμανικός στόλος μετά από αρκετές αποτυχίες, πρόσεχε ιδιαίτερα τις κινήσεις του, εκμεταλλευόμενος τον όγκο του. Έτσι, στις 5 Αυγούστου του 1571, οι οθωμανικές δυνάμεις πατούν στη στεριά της Ζακύνθου, στον Υψόλιθο, έτοιμοι να μην κάνουν τα ίδια λάθη με την προηγούμενη χρονιά (1570), όπου έφυγαν κυνηγημένοι από το Σκινάρι. Ξεκίνησαν να καίνε ελαιώνες και να λεηλατούν όποια σπίτια βρίσκουν εμπρός τους. Προχωρούσαν σαν να ανεμοστρόβιλος, γρήγορα και καταστροφικά, διψασμένοι για χρήματα και τρόφιμα. Φτάνοντας, όμως, ένα οθωμανικό τάγμα στους Κήπους συναντούν μπροστά τους το κατασκοπικό έφιππο σώμα του Αλέξανδρου Γαήτα και του Ιωάννη Βούλτσου. Αμέσως, οι αντίπαλοι ρίχνονται στην μάχη σώμα με σώμα. Νικητές στην πρώτη μάχη αναδεικνύονται οι ζακυνθινοί και περήφανος ο Ιωάννης Βούλτσος πάει να κόψει το κεφάλι του Τούρκου αξιωματικού για να το πάει στον Contarini. Ωστόσο, από το πουθενά ένα Οθωμανός χτυπάει τον Βούλτσο στο κεφάλι και του το κόβει. Την επόμενη ημέρα, ο Αλέξανδρος Γαήτας θα συναντήσει ξανά τον ασταμάτητο οθωμανικό στρατό σε μια μάχη στο Ακρωτήρι. Μέσα στο χάος της μάχης ο Αντώνιος Βούλτος, υιός του αποκεφαλισμένου Ιωάννη, παίρνει εκδίκηση για τον πάτερα του και αποκεφαλίζει έναν Οθωμανό αξιωματικό, το κεφάλι του οποίου παρέδωσε στον Contarini.
Οι μάχες ήταν καθημερινές και σκληρές, ωστόσο η ζακυνθινή φρουρά αντιστεκόταν με γενναιότητα σε κάθε περίσταση. Είχαν περάσει εννέα ημέρας από την απόβαση και, οι Οθωμανοί είχαν κυριεύσει όλο τον Αιγιαλό και το ψήλωμα του Αγίου Νικολάου, από το οποίο εξορμούσαν για το κάστρο. Περικυκλωμένοι και με το αίσθημα της απελπισίας να κυριεύει τους πολίτες μέσα στο κάστρο, ήταν αναγκαίο να γίνει μια αιφνιδιαστική αλλά και πολύ επικίνδυνη κίνηση από την πλευρά των Ζακυνθινών. Την επιχείρηση αυτή ανέλαβε ο ιερέας Νικόλαος Κουτούβαλης μαζί με τον για υιό του και άλλους 6 στρατιώτες. Πριν, λοιπόν, γλυκοχαράξει οι γενναίοι υπερασπιστές του κάστρου όρμησαν έφιπποι προς τον Άγιο Νικόλαο στο Ψήλωμα, αιφνιδίασαν τους Οθωμανούς, οι οποίοι τρομαγμένοι άφησαν πίσω τους όπλα και εξοπλισμό. Οι ζακυνθινοί κατά την έφοδο φώναζαν και χτυπούσαν τα όπλα τους για να δώσουν την εντύπωση ότι πρόκειται για μεγάλο τάγμα, ενώ στην πραγματικότητα, οι Οθωμανοί στην τοποθεσία εκείνη ήταν πολύ περισσότεροι. Μετά από την επιχείρηση του Κουτούβαλη, οι Ζακυνθινοί βγαίνουν από το Κάστρο και κυνηγούν τους αιφνιδιασμένους Οθωμανούς μέχρι τον κάμπο, όπου οι τελευταίοι ανασυντάχτηκαν και ανάγκασαν τους Ζακυνθινούς σε επιστροφή στο Κάστρο.
Ο Ουλουτζ Αλή Πασάς ήταν εξοργισμένος με τις εξελίξεις και βλέποντας πως επί 30 ημέρες έκανε άκαρπες επιθέσεις. Ανασύνταξε τον στρατό, έδωσε καινούργιες οδηγίες και πλέον αποφάσισε ολοκληρωτική έφοδο με επίλεκτα σώματα στο κάστρο. Ο έμπειρος Contarini, όμως, και ο λαός της ζακύνθου είχαν προετοιμαστεί για αυτό το σενάριο. Ο προβλεπτής, ενίσχυσε την οχύρωση και παρέταξε τους άνδρες κατά μήκος των τειχών του κάστρου. Παράλληλα, οι άρχοντες του νησιού εξόπλισαν πειρατικά πλοία, τα οποία παρενοχλούσαν συνεχώς τον τουρκικό στόλο και εμπόδιζαν τους Οθωμανούς να κάνουν λογικές κινήσεις. Έτσι, μέσα σε αυτό το κλίμα ο Ουλούτζ διατάζει την τελική έφοδο. Ωστόσο, οι ζακυνθινοί, σαν θεριά της κόλασης, “απωθούν, κατεκρήμνιζον και εφόνευον” ασταμάτητα μέχρι που οι Οθωμανοί ετράπησαν σε φυγή πίσω στα πλοία τους. Λίγο αργότερα, έφτασε η είδηση πως πλησιάζει ο βενετικός στόλος και οι Οθωμανοί άνοιξαν πανιά και άφησαν τους περήφανους Ζακυνθινούς να πανηγυρίζουν την νίκη τους. Ο Contarini διέταξε πολυήμερους εορτασμούς και μεγάλα δείπνα. Οι εορτασμοί κορυφώθηκαν με την πραγματοποίηση της παράστασης “Οι Πέρσες” του Αισχύλου.
Ο πόθος για την ελευθερία και την ασφάλεια δεν άφησε τους Ζακυνθινούς να ευχαριστηθούν την νίκη τους. Δύο μήνες αργότερα, οι ζακυνθινοί λέοντες ρίχτηκαν στην μάχη ξανά. Στις 7 Οκτωβρίου 1571, ο ιερός στόλος μαζί με τους Επτανήσιους συνάντησε τον οθωμανικό στόλο στον Κόλπο της Ναυπάκτου και η ναυμαχία ξεκίνησε. Οι Ζακυνθινοί κυνηγώντας την δόξα της νίκης για μια ακόμη φορά έπεσαν μέσα στη φωτιά με πολλές δυνάμεις. Οι Αντώνιος Κουτούβαλης, Νικόλαος Μονδίνος, ο Μάρκος και Μαρίνος Σιγούρος, Νικόλαος Φωσκάρδης, Κωνσταντίνος Βλαστός, Δημήτριος Κουμούτος, Ιωάννης Μοντσενίγος, εξόπλισαν γαλέρες με δικά τους έξοδα και πολλούς ζακυνθινούς εθελοντές. Μετά από μια τρομερή μάχη που έκρινε το μέλλον της Ευρώπης, ο ιερός στόλος βγήκε νικηφόρος μέσα από από τις χαοτικές φωτιές του πολέμου. Οι Ζακυνθινοί περήφανοι νικητές επέστρεψαν στον αγαπημένο τους τόπο για να δοξαστούν για μια ακόμη φορά.
Σε εκείνα, λοιπόν, τα ιερά χώματα του κάστρου αλλά και της υπόλοιπης Ζακύνθου έχει χυθεί πολύ αίμα για να βρίσκονται ελεύθερα και περήφανα και δεν τους αξίζει η εικόνα που έχουν σήμερα. Το χυμένο αίμα απορροφήθηκε από το χώμα, το κελάηδισμα των πουλιών κάλυψε τις κραυγές των αμυνομένων ζακυνθινών και εκείνες οι ένδοξες στιγμές ξεχάστηκαν σαν μην συνέβησαν ποτέ. Όλες αυτές, όμως οι περήφανες ψυχές γυρίζουν σ’εκείνα τα μέρη και ζητούν αναγνώριση και σεβασμό από εμάς τα παιδιά τους. Τους οφείλουμε, λοιπόν, να κρατάμε την μνήμη τους ζωντανή και περήφανη, μέσα από την δημιουργία μνημείων, οργάνωση εκδηλώσεων και συντήρησης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Εξάλλου, τα δημόσια ταμεία θα γεμίσουν και θα αδειάσουν πολλές φορές ακόμα, ωστόσο ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω και οι ζακυνθινές γενιές προχωρούν στην ιστορία χωρίς να ξέρουν το παρελθόν και τον πολιτισμό τους.