Ήτανε Πέμπτη στην όμορφη Ζάκυνθο, 12 Σεπτεμβρίου 1799. Ο Αντώνιος Μαρτινέγκος στεκόταν στο παράθυρο του Καπνισέικου που κοίταζε τον Άγιο Λουκά και άκουγε προσεκτικά τις φωνές του όχλου που πλησίαζαν από την Οξωμερία. Η ώρα της εξέγερσης είχε φτάσει. Η Ρώσοτουρκική κατοχή στα Επτάνησα είχε δείξει την πρόθεση της να καταργήσει οποιαδήποτε ελευθερία της γαλλικής περιόδου και, παράλληλα να επαναφέρει πιο ισχυρό το ταξικό σύστημα της βενετσιάνικης εποχής. Οι ποπολάροι ένιωθαν προδομένοι, ενώ οι πλούσιοι αστοί λύσαγαν για να αποκτήσουν θέση στην πολιτική ζωή του τόπου. Η γενικότερη δυσαρέσκεια από όλες τις αδικημένες πλευρές πήρε την μορφή της εξέγερσης. Είχε έρθει η ύψιστη στιγμή και ο τοκογλύφος ιδιοκτήτης του καπνισέικου βρισκόταν πίσω από τις εξελίξεις. Όλοι κρέμονταν από τις δαιμόνιες σκέψεις του, όπως και εκείνη την φθινοπωρινή ημέρα, όπου αποφάσισε να κάψει όλους τους κόντηδες μέσα στου Μόντε(ενεχυροδανειστήριο).
Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Αντώνιος Μαρτινέγκος δεν ήταν γνωστός για την πολιτική του σταδιοδρομία. Ο άνδρας αυτός, ήταν νόθος γιος του Γεωργίου Μαρτινέγκου και της Αναστασίας Δριμή, μιας ορεινής υπηρέτριας. Είχε αλλά τρία αδέρφια, τον Ιωάννη, τον Σπύρο και τον Ανδρέα. Τα αδέρφια αυτά κληρονόμησαν μια τεράστια περιουσία αλλά επιδόθηκαν σκληρά στο πολύ γνωστό ζακυνθινό επάγγελμα της τοκογλυφίας. Με αρχηγό των Αντώνιο, και με διαφορά πρωτοπαλίκαρα, τα αδέρφια αυτά είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος της ζακυνθινής κοινωνίας, χωρίς κανένας να μπορεί να τους σταματήσει. Ο πλούτος τους, είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις που χρηματίζοντας το Συμβούλιο της Βενετίας, απέκτησαν έγγραφο που απαγόρευε στον οποιοδήποτε να συλλάβει τα αδέρφια αυτά, ανεξαρτήτως του εγκλήματος που είχαν διαπράξει. Χτύπαγαν, έβριζαν, εκφόβιζαν και σκότωναν όποιον τύχαινε να μην είναι σωστός στις συναλλαγές μαζί τους. Μέσα στη τεράστια περιουσία τους ήρθε να προστεθεί και η εποπτεία της περιουσίας των αδελφών Καπνίση, που βρίσκονταν φυλακισμένοι στη Βενετία. Έτσι, μετακόμισαν στο επιβλητικό Καπνισέικο, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Λουκά. Όλα όμως, έλαβαν μια παύση όταν την περίοδο της γαλλικής κατοχής, ο Αντώνιος Μαρτινέγκος και τα αδέρφια του υποχρεώθηκαν σε κατ’οίκον περιορισμό. Ο Αντώνιος έγινε δεινός εχθρός των Γαλλικών ιδεών μέχρι την στιγμή που εμφανίστηκαν οι Ρώσοι.
Η αναγγελία των Ρώσων για την δημιουργία ενός Ιονίου κράτους ξύπνησε την φλόγα των αστών που πλούτιζαν πολύ περισσότερο από ότι οι ευγενείς της παλιάς εποχής, να αποκτήσουν πολιτική εξουσία. Ο Μαρτινέγκος ήταν από τους πρώτους εκ των αστών που διεκδίκησαν την είσοδο νέων μελών στο Λίμπρο ντ’όρο. Ωστόσο, η παρουσία του δεν έγινε ευπρόσδεκτη. Σε οποιαδήποτε συνάθροιση ο Αντώνιος δεν μπορούσε να αποβάλει τον χαρακτηρισμό του μούλου, γεγονός που βοήθησε στην ψυχολογική του αστάθεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές, που ευγενείς φώναζαν: “Έξω οι μούλοι από το κονσίλιο!”. Ενώ, η απλή κοινωνία πρόσθετε και αυτή χαρακτηρισμούς, όπως:
“Και να ιδούνε πώς η φύσις
όλους όμοιους δεν τους κάνει
δεν χαρίζει αυτή στεφάνι
σε μπαστάρδους φυσικούς.”
Το πρωινό εκείνο της 12ης Σεπτεμβρίου, ο Μαρτινέγκος, προετοίμαζε επίθεση κατά της συνέλευσης των κόντηδων στο ενεχυροδανειστήριο. Ο όχλος, υπό τον Στέλιο Στραβοπόδη και τα πρωτοπαλίκαρα των Μαρτινέγκων, θα περιτριγύριζε το κτήριο ώστε να αποκλείσουν τις εισόδους και ύστερα θα έβαζαν φωτιά στο κτήριο με τους ευγενείς και τον Ρώσο Τοποτηρητή Τιζενχάουζεν μέσα. Η επίθεση μπορεί να φαινόταν σαν λαϊκή εξέγερση αλλά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παράτολμη ιδέα του Αντώνιου να πάρει τα γκέμια της εξουσία αλλά και να εκδικηθεί αυτούς που τον χαρακτήριζαν μούλο.
Είχε ήδη να μαζεύετε κόσμος γύρω από του Μόντε και τα πρωτοπαλίκαρα είχαν ήδη αποκλείσει τις εξόδους του κτηρίου, ενώ κανένας εξ αυτών που ήταν μέσα δεν είχε καταλάβει το παραμικρό. Ο Κολέλας και ο Πεθαμένος, πρωτοπαλίκαρα, είχαν στοιβάξει ξύλα στις εισόδους ώστε να πάρει πιο εύκολα φωτιά το κτήριο. Οι φωνές του όχλου γίνονταν όλο και πιο σιγανές και επικρατούσε μια απορία. «Που είναι ο Μαρτινέγκος;». Όλοι περίμεναν τον Αντώνιο να δώσει δυναμικά την εντολή για την σφαγή, μα εκείνος δεν φαινόταν πουθενά. Δεν είχαν όλοι την πρεμούρα να κάνουν επανάσταση αλλά οι περισσότεροι είχαν βλέψεις, μέσα στην σύγχυση, να κάνουν εφόδους στα αρχοντικά γύρω από το ενεχυροδανειστήριο και να κλέψουν ό,τι βρουν. Ξαφνικά, μέσα στην απορία, η φωνή του Στραβοπόδη δίνει την εντολή πως ακυρώνετε το σχέδιο και μια ξαφνική παγωμάρα επικρατεί. Έκραζε και τσίριζε ο Στραβοπόδης, πως ο Μαρτινέγκος άλλαξε γνώμη, ωστόσο κάποιοι είχαν άλλες διαθέσεις. Τα πρωτοπαλίκαρα άρχισαν να βάζουν φωτιά στο κτήριο και όρμησαν στα δίπλα αρχοντικά. Μερικοί αφεντόπιστοι έτρεξαν και ειδοποίησαν τους κόντηδες που ήταν μέσα. “Τρεχάτε αφεντάδες μου πάνε να σας κάψουν!”, φώναξε κάποιος. Εκείνοι έντρομοι τράπηκαν σε φυγή ενώ οι Ρώσοι εξόρμησαν έξω σαν θεριά, χτυπώντας και συλλαμβάνοντας. Έπιασαν πολλούς από τον όχλο που διασκορπίστηκε σαν σπασμένο γυαλί, ενώ συνέλαβαν επ’αυτοφώρω και μερικά από τα πρωτοπαλίκαρα μέσα σε σπίτια να κλέβουν. Οι εγκληματίες δικάστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες και εκτελέστηκαν, την επόμενη ημέρα στο Μόλο.
Ωστόσο, οι Ρώσοι δεν ενδιαφέρονταν για τους χωριάτες αλλά για τους εγκεφάλους της επιχείρησης. Κάποια πουλάκια αφού κελαηδήσαν αμέσως ότι ο Αντώνιος ήταν πίσω από την επίθεση, σαν λυσσασμένα σκυλιά, οι Ρώσοι όρμηξαν για το Καπνισέικο. Το αρχοντικό όμως ήταν άδειο και έρημο. Η οργή του Τιζενχάουζεν και των ευγενών ήταν απερίγραπτη. Δεν άφησαν πέτρα αγύριστη, μα ο Μαρτινέγκος ήταν άφαντος, σαν να τον κατάπιε η γη.
Λίγες στιγμές αφότου οι Ρώσοι είχαν εισβάλει στο Καπνισέικο μια σκοτεινή φιγούρα με ένα γκρι άλογο διέσχιζε γρήγορα την κάμαρα του Αγίου Λαζάρου και χανόταν στα βάθη των βουνών, περιμένοντας, να τον βοηθήσει για ακόμη μια φορά η τύχη του και η τεράστια περιουσία του.
Εν κατακλείδι, η περίπτωση του Αντώνιου Μαρτινέγκου πρέπει να μελετηθεί από πολλές πλευρές και με κατανόηση στις συνθήκες της εποχής του. Οι κινήσεις που έκανε μετά την εξέγερση αυτή, άλλαξαν την πορεία της ιστορίας στα Επτάνησα αλλά και της ελληνικής Επανάστασης. Απόσχισε την Ζάκυνθο από την Επτανησιακή Πολιτεία, έστησε ψεύτικο πραξικόπημα για να φέρει τους Άγγλους, έδιωξε τον Δε Σύλλα από την Ζάκυνθο, τσακώθηκε με τον Μαίτλαντ, υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής εξέγερσης, έδωσε τεράστια ποσά στην Φιλική Εταιρεία, εξορίστηκε, φυλακίστηκε αλλά και πάλι έμενε στην κορυφή των εξελίξεων. Τα απίστευτα ανδραγαθήματα του, γίνονται με την βοήθεια του πλούτου του, αλλά και λόγω της ψυχασθένειας που πιθανώς τον ταλάνιζε. Η κατάληξη του μετά από όσα είχε κάνει, ήταν η απομόνωση και η τρέλα στο Καπνισέικο. Είχε φτιάξει ένα ζευγάρι ολόχρυσα κέρατα και τα κοίταζε όλη μέρα, ενώ αφόδευε πάνω στα καθίσματα και ανάγκαζε τους επισκέπτες να κάτσουν πάνω στις κενώσεις του, γιατί αυτός δεν έβλεπε ότι υπήρχαν.
“Ω, αδέρφια συμπολίται,
προς Θεού να φυλαχθήτε
από κειό το γεροντάκι
το μπάσταρδο τον Αντωνάκι,
να μη γένη κεφαλή σας,
γιατί δεν είναι τιμή σας”.
Βέβαια, δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση, το τέλος του Αντώνιου, διότι αυτή είναι συνήθης κατάληξη των λαϊκιστικών ηγετών. Ζουν με την ψευδαίσθηση ότι είναι οι τιμωροί του παλιού του συστήματος και οι θεόσταλτοι εξυγιαντές. Κάνουν ακριβώς τα αντίθετα απ’ό,τι υπόσχονταν και καταστρέφουν ολοκληρωτικά τον τόπο τους. Ωστόσο, όσο και να αποφεύγουν την κριτική των συμπολιτών τους, ξεχνούν πως ο χρόνος ρέει σαν ποτάμι συνεχόμενα και τα κύματα του θα τους συντρίψουν εξαφανίζοντας τους από την ιστορία.