Μέσα σ’ένα από αυτά τα υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλεία, όπου κάποιος μπορεί να βρει πραγματικούς θησαυρούς, είχα την τύχη να βρω ένα βιβλίο που έψαχνα από καιρό. Το βιβλίο είχε το τίτλο “Ο Πατέρας μου και εγώ” του Ντίνου Κονόμου, που μπορεί να μην είναι από τα πιο γνωστά του αλλά έλλειπε από την δική μου βιβλιοθήκη. Μόλις, λοιπόν, το βλέπω ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα σκονισμένα και ταλαιπωρημένα βιβλία, το αρπάζω και το αγοράζω. Βλέπετε, η νεανική μου φούρια με έκανε να το αγοράσω χωρίς ούτε καν να το ελέγξω. Όταν το έφερα στο σπίτι μου, δίχως άλλη σκέψη κάθομαι στο γραφείο και ανοίγω το βιβλίο. Προς έκπληξη μου, όμως, στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια χειρόγραφη αφιέρωση που έγραφε: “Του διακεκριμένου Κυρίου Ηλία Παρασκευά. Με εξαιρετική τιμή, Ντίνος Κονόμος. 7.12.1973”. Όπως καταλαβαίνετε τρελάθηκα όταν διαπίστωσα ότι είχα πλέον ένα βιβλίο με αφιέρωση από τον Ντίνο Κονόμο. Αλλά, αμέσως, το όνομα του Ηλία Παρασκευά άρχιζε να γυρίζει ακαταπαύστως το μυαλό μου, προσπαθώντας να θυμηθώ από που το γνωρίζω. Και, τότες μου ήρθε. Γράφει ο Κονόμος στο βιβλίο του “Οχτάβα Έργων Ημερών 1946-1976”: “Θα ήθελα να σημειώσω από εδώ τα ονόματα δύο εξεχόντων σύγχρονων Ελλήνων, που μου παραστάθηκαν εκείνο τον καιρό, εκφράζοντας τους ακόμα μια φορά την ευγνωμοσύνη μου. Ο ένας είναι ο τέως Αντιεισαγγελέας Εφετών κ. Παύλος Δελαπόρτας, παλαιός και αγαπημένος μου φίλος από τα προσεισμικά χρόνια του Τζάντε, και ο άλλος ο διακεκριμένος δικηγόρος Ηλίας Παρασκευάς”. Ο Παρασκευάς εκείνον τον καιρό κατείχε το τίτλο του “πατέρα της σύγχρονης ελληνικής δικηγορίας”. Γιατί, όμως, να χρειάζεται ο Κονόμος δικηγόρους διακεκριμένους και εισαγγελείς;
Βλέπετε, ο Κονόμος μπορεί να αποτελεί, κατ’εμέ, μέλος της “Αγίας Τριάδας” της ζακυνθινής ιστοριογραφίας (Χιώτης – Ζώης – Κονόμος), η επαγγελματική του, όμως, ζωή είναι άκρως τραγική. Στην αρχή εξαιτίας μιας μετάφρασης κάποιων σολωμικών χειρογράφων, ο Κονόμος παρεξηγήθηκε με τον Λεωνίδα Ζώη και έχασε το αξίωμα που του άξιζε και ονειρευόταν, του Διευθυντή της Βιβλιοθήκης Ζακύνθου. Αμέσως, με ό,τι οικονομίες είχε ο πατέρας του, Τάσος Κονόμος, έφυγε για την Αθήνα για να εκδώσει ένα επτανησιακό περιοδικό με τον τίτλο Επτανησιακά Γράμματα. Αφού κατάφερε με μεγάλη δυσκολία να εκδώσει το πρώτο τεύχος, πληροφορήθηκε από τον Κεφαλλονίτη Βασίλη Φωκά, ότι υπάρχει ήδη περιοδικό με τον τίτλο Επτανησιακά Γράμματα και θα έπρεπε να αλλάξει τον τίτλο του νέου περιοδικού του. Κάπως, έτσι προέκυψαν τα “Επτανησιακά Φύλλα”. Παράλληλα, έτρεχε για να εκδώσει ανέκδοτα σολωμικά κείμενα που δεν είχαν δει έως τότε το φως της δημοσιότητας.
Όλα αυτά γινόντουσαν, όχι μόνο εξαιτίας της τρομερής αγάπης του Κονόμου για της Επτανησιακή Ιστορία, αλλά και της επιθυμίας του Κονόμου να πιάσει, επιτέλους, μια δουλειά στο δημόσιο. Την στιγμή που κατέβαιναν σωρηδόν από χωριά και ραχούλες και γίνονταν γραμματείς σε υπουργικά γραφεία, ο Κονόμος έδινε μια άνιση μάχη για το αυτονόητο. Τελικά, μετά από πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και υποστηρικτικές επιστολές, ο Κονόμος κατάφερε να πάρει μια θέση στην Βιβλιοθήκη της Βουλής. Ωστόσο, όσο και να σας φανεί περίεργο ο Ντίνος Κονόμος από την στιγμή που προσλήφθηκε μέχρι την απόλυση του, είχε τον τίτλο του “γραφιά” Β’ κατηγορίας σαν αποθηκάριος. Δεν φτάνει που έσωζε αρχεία από την καταστροφή, όπως “ολόκληρες σειρές ανέκδοτων έως τότε πρακτικών εθνικών συνελεύσεων των χρόνων της Επανάστασης”, που ήταν πεταμένα στην αποθήκη των καθαριστριών… Δεν φτάνει, που δεν σταμάτησε να εκδίδει βιβλία και τα “Επτανησιακά Φύλλα” με άγνωστα στοιχεία για την επτανησιακή ιστορία… Το ελληνικό κράτος θεώρησε ότι αυτή ήταν η αξία του, την ίδια στιγμή πού τσοπάνηδες παρατούσαν τις γκλίτσες και γίνονταν υπάλληλοι στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Το ελληνικό δημόσιο, θεώρησε πως ο Κονόμος θα πρέπει να μεταφερθεί σε άλλη υπηρεσία. Έτσι, τον έστειλαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη για να κάνει τον κατώτερο γραμματέα. Έπειτα, τον πέταξαν στην Μπενάκειο Βιβλιοθήκη και μετά του έδειξαν την πόρτα της εξόδου… Ο Κονόμος είχε γίνει πολύ κουραστικός με τα υπομνήματα του προς υπουργούς και διευθυντές για την κακομεταχείριση που δεχόταν, καθώς για τις ιστορικές μελέτες που έπρεπε να γίνουν αλλά δεν γινόντουσαν, λόγω “γραφειοκρατικού φόρτου εργασίας”. Το δημόσιο δεν ανέχεται ανθρώπους σαν τον Κονόμο, που θέλουν να ξεφύγουν από την περπατημένη. Και, έτσι με μια απλή ανακοίνωση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στις 22 Οκτωβρίου 1971, ο Ντίνος Κονόμος απολύεται ως” ανίκανος προς ανάληψη των Υπηρεσιακών του καθηκόντων”, εξαιτίας της κολπικής μαρμαρυγής που είχε υποστεί, εν μέρει χάρη στην κακή ζωή που του προσέφερε η δουλειά του. Κάπου εκεί, έρχεται ο κ. Ηλίας Παρασκευάς, του οποίου το βιβλίο απέκτησα, μέσω του οποίου ο Ντίνος Κονόμους κατέφυγε με κάθε ένδικο μέσο κατά της απόλυσης του. Για δύο ολόκληρα χρόνια, τον συντηρούσαν τα χρηματικά έπαθλα που κέρδιζε σε ακαδημαϊκούς διαγωνισμούς, ενώ μάχονταν εναντίον του τέρατος της ελληνικής γραφειοκρατίας. Όλα αυτά μέχρι το 1973, όπου επιστρέφει πάλι στην θέση του στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, πάλι σαν υπάλληλος Β’ Κατηγορίας, χωρίς δυνατότητες ανέλιξης. Και, όπως δίνουν στους κατά λάθος φυλακισμένους μια αποζημίωση, έτσι έδωσαν στον Ντίνο Κονόμο αναδρομικά τους πενιχρούς μισθούς του, με τους οποίους εξέδωσε πέντε βιβλία.
Εν κατακλείδι, με αφορμή μια αφιέρωση σ’ένα ξεχασμένο παλιό βιβλίο, αποφάσισα σήμερα να σας γράψω για μια από τις πολλές αδικίες που βίωσε ο Ντίνος Κονόμος. Δυστυχώς, ο Κονόμος βίωσε την ίδια αδικία που βίωσαν οι περισσότεροι επτανήσιοι ποιητές, μουσικοί και ειδικότερα οι ιστορικοί. Παρά, όμως την αδικία και τον παραγκωνισμό, τα Επτάνησα και ειδικότερα η Ζάκυνθος γέννησαν ορισμένους πολύ σπουδαίους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν τη διάθεση, το ταλέντο, και την δυνατότητα να καταγράψουν την ιστορία των νησιών αυτών. Μερικοί από αυτούς είναι ο Ερμάννος Λούτζης, ο Παναγιώτης Χιώτης, ο Σπυρίδων δε Βιάζης, ο Λεωνίδας Ζώης, ο Γεράσιμος Μαυρογιάννης, ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος και τόσοι άλλοι. Ωστόσο, σε κανέναν δεν χρωστά περισσότερα η Ζάκυνθος από ότι στον Ντίνο Κονόμο. Ο άνθρωπος αυτός παρά τις τόσες δυσκολίες που του έβαλε η ζωή εμπρός του, πήρε τα γραπτά παλαιότερων ιστορικών μαζί με ανέκδοτα αρχεία, τα οργάνωσε, τα ξεκαθάρισε από τις ασάφειες και τα εξέδωσε με σύγχρονα ιστοριογραφικά πρότυπα. Χάρη στον Κονόμο, μπορούμε να λέμε, επίσημα, ότι ετούτο δεν φτιάχτηκε τούτο το νησί από ομπρέλες και κακόγουστες τουριστικές πινακίδες αλλά πλάστηκε από γενναίες ανθρώπινες ψυχές που ξεκίνησαν να ξεχερσώνουν, έπειτα να χτίζουν, μετά να πολεμούν, στην συνέχεια να γράφουν και στο τέλος να μεγαλουργούν. Είναι καιρός, η Ζάκυνθος να δοξάσει τα παιδιά της και ειδικότερα ένα τέκνο σαν τον Ντίνο Κονόμο που της επέτρεψε, με τον αγώνα του, να γνωρίζει το παρελθόν της.